- προκατασκέπτομαι
- προκατα-σκέπτομαι, [tense] fut.A
-σκέψομαι Arr.An.1.13.1
: [tense] aor.-εσκεψάμην D.H.11.26
:—inspect beforehand, ll.cc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-σκέψομαι Arr.An.1.13.1
: [tense] aor.-εσκεψάμην D.H.11.26
:—inspect beforehand, ll.cc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προκατασκέπτομαι — Α εξετάζω με προσοχή εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατασκέπτομαι «παρατηρώ από κοντά, εξετάζω»] … Dictionary of Greek